τουμπί

τουμπί
Μικρό νταουλάκι, διαμέτρου 30-40 εκ., που συνήθως συνοδεύει άλλα όργανα. Oνομάζεται και τουμπανέλι και τουμπάτσι. Παίζεται με δύο βέργες, τα τουμπόξυλα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τουπί — (I) το, Ν τυροκομικό ψάθινο σκεύος στο οποίο τοποθετείται το χλωρό τυρί για να στραγγίσει. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη < τουμπί «μικρό ύψωμα» (< τούμπα < αρχ. τύμβος)]. (II) Α κράση αντί τo ἐπὶ …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Οργάνων (Αθηνών) — Η συλλογή, έργο ζωής του Φοίβου Ανωγειαννάκη, στεγάζεται στο όμορφο και λιτό αρχοντικό του 1842, του οπλαρχηγού Λασσάνη, στην καρδιά της Πλάκας (Διογένους 1 3, Πλατεία Αέρηδων). Για τη συλλογή των 1.200 περίπου λαϊκών οργάνων, που είναι η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”